- προσέχοντας
- προσέχωhold topres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъгонити — ОТЪГОН|ИТИ (96), Ю, ИТЬ гл. 1.Отгонять (отогнать): Вьргыи на пътицѣ камень отъгонить ѣ. (ἀποσοβεῖ) Изб 1076, 171 об.; молю ти сѧ, престани, не ѿгони ихъ [мух], болма бо ми врежаешi. (μὴ ἀποσοβεῖ) ГА XIV1, 141в; прич. в роли с … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… … Dictionary of Greek
ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… … Dictionary of Greek
ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Λουδοβίκος Φίλιππος — (Luis Philippe, Παρίσι 1773 – Κλέρμοντ, Αγγλία 1850). Βασιλιάς της Γαλλίας (1830 48) και δούκας της Ορλεάνης (1793 1830). Γιος του Φιλίππου και της Λουίζας των Βουρβόνων, προσχώρησε μαζί με τον πατέρα του στην Επανάσταση και πολέμησε στο Βαλμί… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
Πιτσίνι, Νικολό — (Piccinni, Μπάρι 1728 – Πασί, Παρίσι 1800). Ιταλός συνθέτης. Συμπλήρωσε τις μουσικές του σπουδές στη Νάπολη, όπου το 1754 άρχισε τη σταδιοδρομία του ως συνθέτης όπερας, με τις Πεισματάρες γυναίκες, δείχνοντας το ίδιο ενδιαφέρον για το κωμικό και… … Dictionary of Greek